- καταμουσκεύω
- μουσκεύω πάρα πολύ, διαβρέχω κάτι πάρα πολύ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταμουσκεύω — καταμούσκεψα, καταμουσκεύτηκα, καταμουσκεμένος, διαβρέχω κάποιον πολύ, τον καταβρέχω, τον κάνω μουσκίδι: Έβρεχε και ήρθε καταμουσκεμένος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διατέγγω — (Α) [τέγγω] διαβρέχω, καταμουσκεύω … Dictionary of Greek
διυγραίνω — (AM διυγραίνω) διαβρέχω, καταμουσκεύω … Dictionary of Greek
εκμεθύσκω — ἐκμεθύσκω (AM) κάνω κάποιον να μεθύσει εντελώς αρχ. 1. (για φυτά) διαποτίζω, καταμουσκεύω 2. γεμίζω τελείως με υγρό … Dictionary of Greek
καταμούσκεμα — το [καταμουσκεύω] το κατάβρεγμα … Dictionary of Greek
εμποτίζω — εμπότισα, εμποτίστηκα, εμποτισμένος, μτβ. 1. βρέχω κάτι σε όλη τη μάζα του, το διαποτίζω, το καταμουσκεύω. 2. μτφ., βάζω σε κάποιον ιδέες, συναισθήματα, γνώσεις: Εμποτισμένος από τη θρησκεία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καταβρέχω — κατέβρεξα, καταβράχηκα, καταβρεγμένος, βρέχω κάτι πολύ, το καταμουσκεύω: Μας έπιασε η μπόρα στο δρόμο και καταβραχήκαμε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)